- ἀποβάλλονται
- ἀποβάλλωthrow offpres ind mp 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γλυκοκορτικοειδή — Στεροειδείς ορμόνες με κύριους εκπροσώπους την κορτιζόλη και την κορτικοστερόνη. Η βιοσύνθεσή τους γίνεται στον φλοιό των επινεφριδίων με πρώτη ύλη τη χοληστερόλη, μέσω μιας διαδικασίας που είναι γνωστή ως στεροειδογένεση. Οι ορμόνες αυτές… … Dictionary of Greek
έμμηνος — η, ο (AM ἔμμηνος, ον) 1. αυτός που γίνεται κάθε μήνα ή μέσα στη χρονική περίοδο τού μηνός 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα έμμηνα α) η εμμηνορρυσία β) οι ουσίες που αποβάλλονται κατά την εμμηνορρυσία αρχ. 1. φρ. α) «ἔμμηνοι δίκαι» δίκες για τις… … Dictionary of Greek
ήπαρ — Με την ονομασία αυτή αναφέρεται συνήθως στα ιατρικά συγγράμματα το συκώτι, όργανο που βρίσκεται στον δεξιό υποδιαφραγματικό χώρο μεταξύ του διαφράγματος και του εγκάρσιου κόλου· εντοπίζεται στο ανώτερο τμήμα του επιγαστρίου, μπροστά στο πάνω… … Dictionary of Greek
δέρμα — I (Ανατ.).Προστατευτικό όργανο (πάχους 0,5 4 χιλιοστών), που καλύπτει ολόκληρη την επιφάνεια του σώματος και μεταπίπτει, κατά τις φυσικές οπές του, στους βλεννογόνους. Αποτελείται από ένα λεπτό επιφανειακό στρώμα επιθηλιακού ιστού, την επιδερμίδα … Dictionary of Greek
διαβήτης — I (Ιατρ.). Όρος που αναφέρεται σε μια ετερογενή ομάδα παθολογικών καταστάσεων, που έχουν κοινό γνώρισμα την υπερβολική αποβολή ούρων. Ο όρος αναφέρεται συνήθως στον σακχαρώδη δ. που είναι και η πιο συχνή από τις καταστάσεις αυτές. Ο σακχαρώδης δ … Dictionary of Greek
διαπνοή — Φαινόμενο κατά το οποίο τα φυτά αποβάλλουν, με μορφή υδρατμών, το νερό που έχουν απορροφήσει οι ρίζες τους από το έδαφος. Η δ. πραγματοποιείται από τα υπέργεια όργανα του φυτού και, κυρίως, από την κάτω επιφάνεια των φύλλων όπου ο αριθμός των… … Dictionary of Greek
διεξοδικός — ή, ό (AM διεξοδικός, ή, όν) [διέξοδος] μσν. νεοελλ. λεπτομερής, εκτενής αρχ. 1. αυτός που ανήκει στη διέξοδο ή είναι κατάλληλος γι αυτήν 2. μαθ. (για επίπεδη γραμμή) αυτός που παράγεται με τράβηγμα, χάραγμα 3. το ουδ. ως ουσ. το διεξοδικόν το… … Dictionary of Greek
δρακόντιο — (dracum culus). Είδος σκουληκιού που παρασιτεί στον άνθρωπο και προκαλεί τη νόσο δρακοντίαση. Συνήθως παρασιτεί στον υποδερμικό ιστό των ανθρώπων που ζουν στις τροπικές περιοχές της Αφρικής, της Ασίας και της Αμερικής. Το σώμα του θηλυκού είναι… … Dictionary of Greek
ζώο — Έμψυχο που διακρίνεται από το φυτό συνήθως με τους εξής χαρακτήρες: παρουσιάζει ερεθιστικότητα, που του επιτρέπει να αντιδρά με ταχύτητα στα διάφορα ερεθίσματα, και κινητικότητα, λειτουργίες που οφείλονται στην παρουσία ενός εκτεταμένου νευρικού… … Dictionary of Greek
κατρούλα — και κατρουλιά και κατουρλιά, η η ποσότητα τών ούρων που αποβάλλονται με μια ούρηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατρουλ ιό με αλλαγή γένους διά τής θηλ. μεγεθ. κατάλ. α (πρβλ. κεφάλ α, μαχαίρ α)] … Dictionary of Greek